chitosome
Look at other dictionaries:
χιτόσωμα — το, Ν (βιοχ.) είδος κυστιδικού σωματιδίου το οποίο περιέχει το ένζυμο συνθάση τής χιτίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitosome] … Dictionary of Greek
χιτόσωμα — το, Ν (βιοχ.) είδος κυστιδικού σωματιδίου το οποίο περιέχει το ένζυμο συνθάση τής χιτίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitosome] … Dictionary of Greek